- τεμπέλαρος
- ο бран. бездельник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεμπέλαρος — ο, Ν μεγάλος τεμπέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. παίδ αρος)] … Dictionary of Greek
τεμπελχανάς — ο, θηλ. τεμπελχανού, Ν (για πρόσ.) τεμπέλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων» κατά το αρσ. σε άς] … Dictionary of Greek
τεμπελόσκυλο — το, Ν μτφ. (με υβριστική σημ.) μεγάλος τεμπέλης, τεμπέλαρος … Dictionary of Greek